- βαθύξυλος
- βαθύξυλος, -ον (Α)1. (για περιοχή) με πυκνά δέντρο2. (για φωτιά) από μεγάλο σωρό ξύλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθυξύλοις — βαθύξυλος with deep wood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυξύλῳ — βαθύξυλος with deep wood masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
ԽՏԱԾԱՌ — ( ) NBH 1 0989 Chronological Sequence: 6c Տ. ՏՆԿԱԽԻՏ. βαθύξυλος densus arboribus. *Երկիր ճոխացեալ ... խտածառ անտառովք. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
βαθυξύλωι — βαθυξύλῳ , βαθύξυλος with deep wood masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)